- κεφαλαιαγορά
- sermaye piyasası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κεφαλαιαγορά — η η αγορά, δηλ. οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια κ.ά. ιδρύματα, στην οποία γίνεται διαπραγμάτευση τών μεσοπρόθεσμων και ιδίως τών μακροπρόθεσμων δανείων, υπό διάφορες μορφές, και μέσω τής οποίας συγκεντρώνονται από διάφορους επενδυτές κεφάλαια για… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek